- υπεραισθητικός
- η , ό[ν] мед.1) относящийся к гиперестезии; 2) страдающий гиперестезией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπεραισθητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραισθησία («υπεραισθητικά φαινόμενα») 2. αυτός που έχει υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμ. Σ. Λυκούδη] … Dictionary of Greek